ἐνταφιάσῃ

ἐνταφιάσῃ
ἐνταφιάσηι , ἐνταφίασις
fem dat sg (epic)
ἐνταφιάζω
prepare for burial
aor subj mid 2nd sg
ἐνταφιάζω
prepare for burial
aor subj act 3rd sg
ἐνταφιάζω
prepare for burial
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ενταφίαση — η (Μ ἐνταφίασις) ενταφιασμός …   Dictionary of Greek

  • ενταφίαση — η βλ. ενταφιασμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ενταφιασμός — ενταφιασμός, ο και ενταφίαση, η η κηδεία, η ταφή, το θάψιμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”